- ὑπεξαίρεσις
- ὑπεξαίρεσιςremovalfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπεξαιρέσει — ὑπεξαίρεσις removal fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπεξαιρέσεϊ , ὑπεξαίρεσις removal fem dat sg (epic) ὑπεξαίρεσις removal fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξαιρέσεσιν — ὑπεξαίρεσις removal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξαίρεσιν — ὑπεξαίρεσις removal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξαίρεση — (Νομ.). Η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από μέρους προσώπου, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο. Με το πράγμα εξομοιώνεται και το τίμημα πράγματος, που ο κύριός του έχει εμπιστευτεί για πώληση, καθώς και το πράγμα που… … Dictionary of Greek
ՃՌԱՔԱՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0186 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 14c գ. ἑπιφυλλίς racematio ὐπεξαίρεσις subtractio. Քաղումն ճռից. ճռաքաղք. *Լաւագոյն է ճռաքաղութիւնդ եփրեմի քան զկութսն աբիեզերայ. Դտ. ՟Ը. 2: *Յօրինակ այգէթողին՝ դառնալ ճռաքաղութեամբ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὑπεξαιρέσεως — ὑπεξαιρέσεω̆ς , ὑπεξαίρεσις removal fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)